παρασκέλιον

παρασκέλιον
τὸ Α
(κυρίως στον πληθ.) τὰ παρασκέλια
α) (για επίδεσμο) τα άκρα
β) (για μηχανή) πρόσθετα, συμπληρωματικά στηρίγματα, βοηθήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + σκέλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”